ξιφία

ξιφία
ξιφίᾱ , ξιφίας
sword fish
masc nom/voc/acc dual
ξιφίας
sword fish
masc voc sg
ξιφίᾱ , ξιφίας
sword fish
masc voc sg (attic)
ξιφίᾱ , ξιφίας
sword fish
masc gen sg (doric aeolic)
ξιφίας
sword fish
masc nom sg (epic)
ξιφίον
corn-flag
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξιφίᾳ — ξιφίαι , ξιφίας sword fish masc nom/voc pl ξιφίᾱͅ , ξιφίας sword fish masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξιφίας — ξιφίᾱς , ξιφίας sword fish masc acc pl ξιφίᾱς , ξιφίας sword fish masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξιφίαν — ξιφίᾱν , ξιφίας sword fish masc acc sg (attic epic doric aeolic) ξιφίας sword fish masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φωκάς — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Σινώπης. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί Τραϊανού (98 117). Η μνήμη του τιμάται στις 22 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με σπαθί, μαζί με τον Έρμυλο, σε άγνωστο τόπο και χρόνο. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

  • XIPHIANA Venatio — apri videl. ingentis, setis, rostrô, dente (quem non male ξίφος dicas) metuendi, qui, cum Cappadociam aliquandiu vastâsset, a Constantio Aug. fuperatus oecisusque est, exhibetur in huius Imperatoris Sapphiro eximia, quam Marquardus Freherus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ιστιοφόρος — Γένος περκομόρφων οστεϊχθύων της οικογένειας των ιστιοφοριδών. Μοιάζει με τον ξιφία γιατί το ρύγχος του προεκτείνεται σε μια μακριά λόγχη. Το σώμα του είναι λεπτό, τα κοιλιακά του πτερύγια μακριά και το ραχιαίο πτερύγιό του μεγάλο σαν ιστίο. Το… …   Dictionary of Greek

  • ξιφιοτράχηλος — ξιφιοτράχηλος, ὁ (Μ) το πιο σαρκώδες τμήμα τού ξιφία, ο τράχηλος, τον οποίο πάστωναν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξιφίας + τράχηλος] …   Dictionary of Greek

  • πτέρυγα — η / πτέρυξ, υγος, ΝΜΑ ευκίνητο μέλος τού σώματος όργανο πτήσης τών πτηνών και τών εντόμων, η φτερούγα, το φτερό (α. «εάν την δύναμιν / ακούσουν τών πτερύγων / οι αετοί», Κάλβ) β. «ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας», ΚΔ …   Dictionary of Greek

  • Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …   Dictionary of Greek

  • Σαμουήλ — I Ο τελευταίος κριτής του Ισραήλ· έζησε γύρω στα μέσα του 11ου αι. π.Χ. Η μητέρα του, Άννα, που ήταν στείρα, πέτυχε τη γέννησή του με την προσευχή και τον αφιέρωσε στον Κύριο. Μετά την κλήση του στο αξίωμα του κριτή, πολέμησε νικηφόρα κατά των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”